ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Paul Gauguin, Where Do We Come From? What Are We? Where Are We Going? 1897–98, Museum of Fine Arts, Boston, USA

Είναι πεποίθησή μου ότι υπάρχουν τόσες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις όσοι και ψυχοθεραπευτές.  Όταν η παράμετρος με την ισχυρότερη επιρροή στην αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας είναι η θεραπευτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ θεραπευτή και  θεραπευόμενου, γίνεται κατανοητή η προέλευση μιας τέτοιας θέσης. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και κάθε σχέση επίσης.

Παρ’ όλα αυτά, κάθε ψυχοθεραπευτής έχει εκπαιδευθεί σε ένα ή περισσότερα μοντέλα ή «σχολές» ψυχοθεραπείας και έχει εξελίξει την προσέγγισή του ώστε να μπορεί αποτελεσματικά να βοηθά τους ανθρώπους που τον προσεγγίζουν για βοήθεια και αντιμετωπίζουν προβλήματα ή έχουν θέματα σχέσεων, αυτογνωσίας, άγχους, κατάθλιψης κλπ.

Οι πυλώνες της δικής μου προσέγγισης, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν μέσα από τις εκπαιδεύσεις, τις ειδικεύσεις, τη μελέτη και την εμπειρία, είναι η συστημική προσέγγιση (systems approach), η εξελικτική (evolutionary) ψυχολογία, οι θεωρίες του δεσμού ή πρόσδεσης (attachment) και της ιδιοσυγκρασίας (temperament), η αφηγηματική ψυχολογία (narrative psychology) και οι νευροεπιστήμες (neurosciences) ιδίως της ανάπτυξης, του συναισθήματος, των διαπροσωπικών σχέσεων και της εξέλιξης.

Η κατανόηση των δεδομένων ανάπτυξης κάθε ανθρώπου, έτσι ώστε αυτός να είναι λειτουργικός και υγιής, των λόγων που μπορεί να δημιουργήσουν δυσλειτουργικότητα καθώς και των τρόπων επανασύνδεσής του με την υγεία, αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία ένας ψυχοθεραπευτής στηρίζει την προσπάθειά του να βοηθήσει τους θεραπευόμενούς του.

Η δική μου κατανόηση για το πώς αναπτυσσόμαστε, τι μας κάνει λειτουργικούς και ευχαριστημένους και τι όχι εμπλέκει, σε μια πολυεπίπεδη και σύμπλοκη «κατασκευή», τον τρόπο λειτουργίας των ζωντανών συστημάτων, τα γονίδια (γενετική & επιγενετική), το περιβάλλον, ιδίως το διαπροσωπικό των σχέσεων και του πολιτισμικού γίγνεσθαι, τους εξελικτικούς περιορισμούς του είδους μας, τη γλώσσα και την κατασκευή νοήματος, καθώς και τον ενσωματωμένο εγκέφαλο (embodied brain).        

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Pieter Bruegel the Elder, The Wedding Dance, 1566, Detroit Institute of Arts, Detroit, Michigan, USA

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία, πατώντας κατά καιρούς θεωρητικά στη γενική θεωρία συστημάτων του Bertalanffy (βιολογία), στην έννοια της ομοιόστασης του Cannon (φυσιολογία), τη θεωρία ελέγχου και επικοινωνίας πολύπλοκων τεχνικών συστημάτων, που ονομάστηκε κυβερνητική από τον Weiner, τις θεωρίες των Maturana & Varela για τα αυτοποιητικά συστήματα & τη συστημική θεωρία του Luhmann που προσπάθησε να τις μεταφέρει στα κοινωνικά συστήματα, του Prigogine για τις αναδυόμενες σκεδαστικές δομές στα συστήματα μακριά από ισορροπία (χημεία), της συνεργητικής του Haken, του χάους (Lorenz, Ruelle, Feigenbaum, Mandelbrot, κλπ.), του ριζοσπαστικού κονστρουκτιβισμού & της κυβερνητικής δευτέρας τάξεως των von Glasersfeld & von Foerster αλλά και του κοινωνικού κονστρουξιονισμού του Gergen και των μετανεωτερικών φιλοσοφιών του Foucault & Derrida, δεν είναι ένα ομοιογενές σύστημα κατανόησης του ανθρώπου και των ψυχικών του προβλημάτων αλλά και θεραπευτικών παρεμβάσεων για την «επίλυσή» τους. Αποτελείται από διαφορετικές “σχολές” που στο πέρασμα των χρόνων κυριάρχησαν, αλληλοεπηρεάστηκαν και προσέφεραν οπτικές από τις οποίες οι σύγχρονοι θεραπευτές επιλέγουν στοιχεία και συνθέτουν νέα ή φαινομενικά νέα συστήματα κατανόησης και θεραπευτικής πρακτικής. 

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία, έτσι όπως αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε μετά τη δεκαετία του 1950, μετατόπισε τον φακό θέασης του ατόμου, όσον αφορά στην υγεία αλλά και στη δυσλειτουργία, από το ενδοψυχικό στο διαπροσωπικό, τόσο σε επίπεδο αιτιολογίας όσο και σε επίπεδο θεραπείας.

Ξεκινώντας από την αντίληψη του ατόμου ως μέρος μιας οικογένειας και καθιστώντας αρχικά την οικογένεια ως μονάδα παρέμβασης, η συστημική θεώρηση στην ψυχοθεραπεία εξελίχθηκε και σήμερα προσπαθεί να δει το άτομο μέσα στα διάφορα συστήματα που ανήκει καθώς και να παρέμβει, πέρα από το άτομο, σε αυτά τα συστήματα. Το ενδοψυχικό δεν εγκαταλείπεται αλλά αποτελεί ένα μόνο επίπεδο του υπερσυστήματος που εμπεριέχει πολλά υποσυστήματα που αλληλεπιδρούν και αλληλοεπηρεάζονται.

Οι άνθρωποι ως ζωντανά συστήματα είναι εξαιρετικά πολύπλοκα, έχουν την ικανότητα αυτο-οργάνωσης, είναι απρόβλεπτα και δεν επηρεάζονται από το περιβάλλον με έναν γραμμικό τρόπο. Οι θεραπευτές μπορούν να είναι ερεθίσματα δημιουργίας διεργασιών για τους θεραπευόμενους, των οποίων η δομή και οργάνωση της συγκεκριμένης στιγμής θα θέσουν σε  επεξεργασία και θα παράξουν ένα διαφορετικό από το σύνηθες αποτέλεσμα σε γνωστικό, συναισθηματικό και συμπεριφορικό επίπεδο .

Οι άνθρωποι συνδιαμορφωνόμαστε στις σχέσεις μας. Είμαστε γεμάτοι από άλλους ανθρώπους και τις σχέσεις μας μαζί τους. Από τη στιγμή που θα υπάρξουμε, στην αρχή νοητικά και συμβολικά μέσα στους γονείς μας και σε όσους μας περιμένουν και στη συνέχεια με τη γέννησή μας και το μεγάλωμά μας είμαστε σε μια συνεχή αλληλοδιαμόρφωση με τους άλλους. Ως όντα της ομάδας (οι περισσότεροι) αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την επιβίωση και τη λειτουργικότητά μας.

Στη συστημική ψυχοθεραπεία λοιπόν το άτομο δεν αντιμετωπίζεται αποκομμένα και μεμονωμένα, αλλά ως μέρος κάθε φορά διαφόρων συστημάτων που δημιουργεί και υπάρχει μέσα τους.

Εξελικτική ψυχολογία & ψυχοθεραπεία

Congo the chimpanzee, 30th Painting Session, 11th December, 1957, Paint on paper

Η ανθρωπότητα είναι μέρος της φύσης. Ο άνθρωπος εξελίχθηκε ανάμεσα σε άλλα είδη.

Η θεωρία της εξέλιξης δίνει τη βάση της κατανόησης του πώς εξελίχθηκε ο άνθρωπος. Ο εγκέφαλος και ο νους μας είναι αποτέλεσμα εξελικτικών διεργασιών επιλογής εκατομμυρίων ετών.

Το βιολογικό εργαλείο για τη μεταβίβαση οργανικών χαρακτηριστικών επιβίωσης, που αναπτύχθηκαν εξελικτικά, είναι τα γονίδια. Τα γονίδια διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το όχημα. Δεν καθορίζουν το πού θα κινηθεί, αν και θέτουν περιορισμούς.

Στοιχεία για το γιατί σχετιζόμαστε με τους άλλους, γιατί νοιώθουμε συναισθήματα και γιατί είμαστε ευάλωτοι σε διάφορες καταστάσεις του νου που μας κάνουν να υποφέρουμε μπορούν να βρεθούν στην εξελικτική μας ιστορία ως είδος. Η εξελικτική θεωρία μπορεί να μας διαφωτίσει για τη δημιουργία και ύπαρξη μηχανισμών του ενσωματωμένου εγκεφάλου μας, που σχετίζονται με τις ανάγκες μας, το άγχος, τη θλίψη, την οργή κλπ.

Οι ρίζες της διαμόρφωσης των κινήτρων της συμπεριφοράς μας ακουμπάνε σε εξελικτικές πιέσεις επιβίωσης. Είναι οι πιέσεις αυτές της φυσικής (natural), διαφυλικής (intersexual) και ενδοφυλικής (intrasexual) επιλογής που μας έκαναν να προσδενόμαστε σε έναν φροντιστή όπως η μητέρα μας, να δημιουργούμε ομάδες και ιεραρχίες, να ελέγχουμε τον θυμό μας και πολλά άλλα.

Η προσαρμογή στο περιβάλλον μέσω μηχανισμών που βοηθούν την επιβίωση ενέχει συμβιβασμούς και μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα του «κόστους – ωφέλειας». Το να εξαρτόμαστε από φροντιστές είναι καλό, αλλά μας κάνει ευάλωτους σε κακούς φροντιστές. Το να δημιουργούμε και να υπάρχουμε σε ομάδες είναι καλό, αλλά περιορίζει την ανάγκη μας να έχουμε ό,τι θέλουμε, όποτε το θέλουμε.

Δεν θα υπήρχαν προβλήματα πρόσδεσης σε ένα είδος που δεν την έχει ανάγκη. Δεν θα υπήρχαν προβλήματα πόνου και μοναξιάς από την απόρριψη των άλλων σε ένα είδος που δεν θα είχε εξελιχθεί να ζει σε ομάδες.

Μεγάλο μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε ως άνθρωποι μπορεί να ιδωθεί, όχι υπό το πρίσμα της ψυχοπαθολογίας, αλλά υπό εκείνο των συμβιβασμών σε προσαρμοστικούς μηχανισμούς επιβίωσης, αποφυγής του πόνου και προσέγγισης της ευχαρίστησης, που υιοθετούνται σε διάφορα περιβάλλοντα.

Ο αποφευκτικός τύπος δεσμού, για παράδειγμα, είναι η προσπάθεια ενός παιδιού όχι να αποφύγει, αλλά, μένοντας σε ανεκτή απόσταση, να παραμείνει συνδεδεμένο με τη μητέρα.

Η εφαρμογή μιας βιο-ψυχο-κοινωνικής προσέγγισης στη θεραπευτική μας πρακτική έχει ανάγκη από την υιοθέτηση μιας λειτουργικής ανάλυσης του νου, της συμπεριφοράς, των συναισθημάτων ως εξελικτικών μηχανισμών επιβίωσης. Μιας ανάλυσης που, χωρίς να γίνεται αναγωγιστική και να χάνει την πολυπλοκότητα των συστημάτων μελέτης, αποσκοπεί στην κατανόηση διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης και λειτουργίας αυτών των μηχανισμών.

Όπως λοιπόν μελετούμε την ιστορία του ατόμου, έτσι πρέπει να μελετούμε και την ιστορία του είδους μας, που είναι το πλαίσιο στο οποίο δουλεύουμε ως θεραπευτές, έχοντας κατά νου τους εξελικτικούς μηχανισμούς για τα συναισθήματα, τα κίνητρα, τις συμπεριφορές.

Η "κατασκευή" του ανθρώπου

Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni, The Creation of Adam, c.1512, Fresco, part of the Sistine Chapel's ceiling, Vatican City, Rome, Italy

Όπως όλοι πια κατανοούμε, είμαστε απόρροια των γονιδίων που μεταφέρουμε, της εξελικτικής πορείας του είδους μας και της αλληλεπίδρασής τους με αυτό που ονομάζουμε περιβάλλον, που μπορεί να είναι η μήτρα της βιολογικής μας μητέρας, ο τρόπος μεγαλώματός μας, το σπίτι, η γειτονιά, η χώρα που μεγαλώνουμε, το πολιτισμικό και κοινωνικο-οικονομικό μας πλαίσιο, το τι τρώμε, οι τοξίνες στις οποίες εκτιθέμεθα και πολλά άλλα.

Είναι τόσο σύμπλοκα και πολύπλοκα τα πράγματα που σήμερα, για παράδειγμα, χάρη στις μελέτες της επιγενετικής γνωρίζουμε ότι η έκφραση ή όχι των γονιδίων (χωρίς να αλλάζει το γενετικό μας υλικό) επηρεάζεται και από διάφορες παραμέτρους του περιβάλλοντος.

Έχει βρεθεί ότι επιγενετικοί μηχανισμοί, πριν και μετά τη γέννηση, επηρεάζονται, μεταξύ των άλλων, από το στρες στο οποίο εκτίθεται κάποιος, τη διατροφή, τη γονική συμπεριφορά και καθορίζουν μακροπρόθεσμα συμπεριφορές στους απογόνους, όπως αντοχή στο στρες, αναζήτηση έντονων ερεθισμάτων, χρήση ουσιών κλπ. Επιπλέον, μελέτες δείχνουν ότι οι επιγενετικές αυτές επίκτητες μεταβολές κληρονομούνται.

Να δώσω ένα μόνο παράδειγμα αλληλεπίδρασης φύσης και περιβάλλοντος. Βρέθηκε ότι οι φέροντες την κοντή εκδοχή ενός αλληλόμορφου γονιδίου που εμπλέκεται στην επαναπρόσληψη σεροτονίνης στις συνάψεις και οι φέροντες μόνο τη μακριά εκδοχή του ιδίου αλληλόμορφου δεν διαφοροποιούνται όσον αφορά την εκδήλωση κατάθλιψης. Όταν όμως βάλουμε στον λογαριασμό και την ύπαρξη τριών ή περισσοτέρων στρεσογόνων γεγονότων στη ζωή, τότε όσοι έχουν την κοντή εκδοχή τριπλασιάζουν τις πιθανότητές τους (από 10% σε 28%-32%) για μείζονα κατάθλιψη, ενώ οι άλλοι που δεν την έχουν τις κρατούν σχεδόν ίδιες (10%-16%).

Παρόμοια συμπεράσματα παρουσιάστηκαν και σε πρόσφατη (2015) μελέτη αναφορικά με τη βαρύτητα των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στην ενήλικη ζωή, σε άτομα με short/short εκδοχή αλληλόμορφων του συγκεκριμένου γονιδίου, τα οποία είχαν υποστεί σοβαρή παιδική κακοποίηση.

Ιδιοσυγκρασία (Temperament)

Pieter Bruegel the Elder, Landscape with the Fall of Icarus, c. 1560, Royal Museums of Fine Arts of Belgium, Brussels, Belgium

Όταν γεννιόμαστε δεν είμαστε αυτό που λέγεται tabula rasa.  Στον πίνακά μας είναι ήδη γραμμένες εξαιρετικά πολλές πληροφορίες και κωδικεύσεις, που σε πολλές περιπτώσεις θα καθορίσουν, σε συνεργασία με το περιβάλλον, τη λειτουργικότητά μας. Γεννιόμαστε, επίσης με αυτό που ονομάζουμε ιδιοσυγκρασία. Είναι τα στοιχεία της προσωπικότητας του ατόμου που συχνά θεωρούνται έμφυτα μάλλον παρά επίκτητα και παραμένουν σε μεγάλο βαθμό σχετικώς αμετάβλητα στη διάρκεια της ζωής μας. Μπορούμε πολύ εύκολα να δούμε το πώς μας διαφοροποιεί η ιδιοσυγκρασία σε έναν θάλαμο νεογέννητων – όπου υπάρχουν ακόμη θάλαμοι. Βλέπουμε στα βρέφη διαφορετικές συμπεριφορές στον ύπνο, στο φαγητό, στην εγρήγορση, στο κλάμα κλπ. Όσοι έχουν περισσότερα από ένα παιδιά αναγνωρίζουν αμέσως το στέρεο αυτής της παρατήρησης.

Αυτό που βλέπουμε άλλοτε είναι απόρροια μόνο των γονιδίων και άλλοτε μια συνεργασία τους με το περιβάλλον της μήτρας, όπου – υπό κανονικές συνθήκες – θα παραμείνει ένας άνθρωπος για 9 μήνες. Τους μήνες αυτούς θα μας επηρεάσουν μια σειρά παραγόντων, όπως η υγεία της μητέρας, το τι τρώει και πίνει, έντονες στρεσογόνες καταστάσεις που μπορεί να περάσει, ιοί, ορμόνες, φάρμακα κλπ.

Για παράδειγμα, υψηλά επίπεδα κορτιζόλης (ορμόνη του στρες) στη μητέρα κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου έχουν ως αποτέλεσμα υψηλά επίπεδα επίσης στο βρέφος, όπως μετρήθηκαν στην πρώτη του αιμοληψία αμέσως μετά τη γέννηση, καθώς και ανάγκη περισσότερου χρόνου για να ηρεμήσει μετά τη διαδικασία αιμοληψίας. Αν και έχει βρεθεί ότι η σχέση με τον γονιό μπορεί να επηρεάσει θετικά και να επαναφέρει τα επίπεδα κορτιζόλης σε φυσιολογική κατάσταση, αυτό προϋποθέτει ότι και τα επίπεδα της μητέρας χαμηλώνουν. Οι πιθανότητες είναι μια μητέρα με υψηλά επίπεδα κορτιζόλης στην εγκυμοσύνη να εξακολουθήσει να τα έχει και μετά αν δεν υπάρξει κάποιου τύπου παρέμβαση.

Η έκθεση σε κορτιζόλη στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μοιάζει να σχετίζεται με την εγκεφαλική ανάπτυξη του παιδιού. Σε σχετική έρευνα βρέθηκε ότι υπήρχαν  διαφορές σε μια εγκεφαλική περιοχή (εμπρόσθια έλικα του προσαγωγίου), υπεύθυνη για τη ρύθμιση του συναισθήματος. Σε ηλικίες 6-10 ετών τα παιδιά που εκτέθηκαν σε κορτιζόλη είχαν το 30% της περιοχής αυτής λεπτότερο από τα άλλα που δεν εκτέθηκαν σε κορτιζόλη. Όσα είχαν λεπτότερη αυτή την περιοχή είχαν περισσότερα συναισθηματικά προβλήματα.

Πρωταρχικός δεσμός/Πρόσδεση (Attachment)

Unknown, The Cholmondeley Ladies c. 1600-10, Tate Gallery, London, UK

Πάνω στην ιδιοσυγκρασία μας έρχεται να προστεθεί το εξωτερικό πλέον περιβάλλον και κυρίως οι διαπροσωπικές σχέσεις με κυρίαρχη, τις πιο πολλές φορές, εκείνη με τη μητέρα, ο πρωταρχικός μας δεσμός.

Το μωρό και το παιδί, όπως και όλα τα θηλαστικά και πρωτεύοντα, επιζητεί εγγύτητα,  ειδικά με τη μητέρα του, όταν βιώνει άγχος και δυσφορία για διάφορους λόγους. Το βρέφος είναι ενεργό στη συνδιαλλαγή στέλνοντας σήματα όταν χρειάζεται αυτή την προστασία και εγγύτητα.

Οι μητέρες αναγνωρίζουν το κλάμα του μωρού τους μόλις από την πρώτη μέρα της ζωής του και τη μυρωδιά του μετά από μιας ώρας επαφή.  Τα νεογέννητα μαθαίνουν επίσης γρήγορα να αναγνωρίζουν τη μυρωδιά της μητέρας τους και του μητρικού γάλακτος. Μέσα σε ώρες από τη γέννησή τους τα μωρά μπορούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα καθώς και να ξεχωρίσουν εκφράσεις χαράς, λύπης και έκπληξης, αντιδρώντας διαφορετικά σε κάθε μία (άνοιγμα χειλιών, κατσούφιασμα, άνοιγμα στόματος). Οι μητέρες αντιδρούν στις φωνούλες των μωρών με μίμηση. Η αντανακλαστική μίμηση, ίσως μέσω του συστήματος των κατοπτρικών νευρώνων, μαθαίνει στο νεογέννητο τη σχέση μεταξύ έκφρασης του προσώπου, κοινωνικής αλληλεπίδρασης και τελικώς εσωτερικής συναισθηματικής κατάστασης.

Η σωματική επαφή μεταξύ μητέρας και βρέφους εμπλέκει τους δεξιούς τους εγκεφάλους. Οι περισσότερες μητέρες κρατούν τα μωρά τους στην αριστερή πλευρά του σώματός τους, που ελέγχεται από το δεξιό ημισφαίριο. Αυτή η συμπεριφορά απαντάται στις γυναίκες αλλά όχι στους άνδρες και είναι ανεξάρτητη από το αν είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας η μητέρα. Συναντάται δε σε όλους τους πολιτισμούς. Υποστηρίζει τη ροή συναισθηματικών πληροφοριών από το αριστερό αυτί και μάτι στο δεξί ημισφαίριο της μητέρας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ψυχοθεραπεία στόχος μας είναι να εμπλέκονται κυρίως τα δεξιά μας, συναισθηματικά ημισφαίρια.

Αυτό το σύστημα συναισθηματικής πρόσδεσης αντιπροσωπεύει ένα βασικό γενετικό σύστημα κινήτρου και συμπεριφοράς, που είναι βιολογικά προκαθορισμένο, εξυπηρετεί τις ανάγκες επιβίωσης του βρέφους και ενεργοποιείται μετά τη γέννηση σε σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα πρόσδεσης. Για να ανταποκριθούμε στις ανάγκες του βρέφους και του παιδιού χρειάζεται να επιδείξουμε συμπεριφορά ευαισθησίας. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται ικανότητα συντονισμού με τα σημάδια που στέλνει το μωρό (κλάμα), σωστής ερμηνείας των σημάτων (εγγύτητα, επαφή), ικανοποίησης των αναγκών. Αν υπάρχει τέτοια συμπεριφορά ευαισθησίας, το μωρό έχει τις μέγιστες πιθανότητες να αναπτύξει ασφαλή πρόσδεση. Αν όχι, τότε αναπτύσσει ανασφαλή (ανάγκες που δεν ικανοποιούνται, ικανοποιούνται μερικώς, ασυνεπώς, ή με απρόβλεπτο τρόπο).

Δημιουργείται μια ιεραρχία προσώπων πρόσδεσης που το παιδί, αναλόγως της διαθεσιμότητας αλλά και του άγχους που βιώνει, θα αναζητήσει.  Μετά από αλλεπάλληλες διαδράσεις το μωρό αναπτύσσει , μαζί με το αντίστοιχο συναίσθημα, αναπαραστατικά μοντέλα (representational models) των αλληλεπιδράσεών του με το πρόσωπο πρόσδεσης, που ονομάστηκαν “internal working models” εσωτερικά μοντέλα σχέσεων. 

Αυτά τα μοντέλα εγκαθιστούν αυτοματισμούς του σχετίζεσθαι, ρυθμίζουν το βασικό συναίσθημα, κάνουν τις αλληλεπιδράσεις προβλέψιμες και, επειδή εδράζονται στο δεξί ημισφαίριο σε χρόνο που δεν έχει αναπτυχθεί η γλώσσα, δεν είναι εύκολα προσβάσιμα ούτε εύκολα στην τροποποίησή τους. 

Αυτά τα εσωτερικευμένα μοντέλα σχέσεων ασκούν καθοριστική επίδραση στις στρατηγικές σχέσεων που θα ακολουθήσουμε αργότερα. Αν, για παράδειγμα, η μητέρα μου δεν ήταν δοτική με έναν συνεπή τρόπο, αλλά απρόβλεπτα, τότε το ίδιο αναμένω και από μια ερωτική ή φιλική σχέση. Έτσι, αν ο άλλος είναι σταθερά δοτικός με πιάνει άγχος, διότι, παρόλο που το επιθυμώ πολύ, δεν το εμπιστεύομαι. Κι αυτό γιατί η εμπειρία μου και το εσωτερικό μοντέλο κοντινής σχέσης εμπεριέχει την ασυνέπεια που συνεχώς περιμένω και πολλές φορές προσπαθώ συνειδητά ή ασύνειδα να προκαλέσω για να βρίσκομαι σε γνώριμο και άρα διαχειρίσιμο περιβάλλον.

Η επίδραση των πρωταρχικών σχέσεων στη μετέπειτα ζωή μας δημιουργεί πολλές φορές προβλήματα. Μπορεί να είναι οικονομικό να γενικεύουμε, αλλά τις πιο πολλές φορές, σε σύμπλοκες καταστάσεις, όπως οι σχέσεις, δεν είναι καθόλου λειτουργικό. Η φύση βέβαια προτιμά τις γενικεύσεις, διότι ενδιαφέρεται για την άμεση επιβίωση, οπότε καλύτερα “φύλαγε τα ρούχα σου να ‘χεις τα μισά”. Ό,τι όμως μπορεί εξελικτικά να αναπτύχθηκε κάποτε για τη βιολογική επιβίωση στη σαβάνα δεν είναι απαραίτητα χρήσιμο για την πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής στην Αθήνα. Τα αρνητικά χαρακτηριστικά των πρώτων μας σχέσεων δεν χρειάζεται να καθορίζουν τις μετέπειτα. 

Κατασκευή αφηγήσεων και νοηματοδότηση

Pieter Bruegel the Elder, The Tower of Babel, c. 1563, Kunsthistorisches Museum, Vienna, Austria

Αν και δεν είναι ο μόνος τρόπος ή για κάποια προβλήματα ίσως ο καλύτερος, μεγάλο μέρος της ψυχοθεραπείας διαμεσολαβείται από τη γλώσσα. Οι ιστορίες είναι ο τρόπος που νοηματοδοτούμε την εμπειρία μας. Ατομικά και συλλογικά λέμε ιστορίες, για να καταλάβουμε τι είναι αυτό που συμβαίνει ή συνέβη και να βγάλουμε κάποιο νόημα. Η κατασκευή και διήγηση ιστοριών είναι βασικό χαρακτηριστικό σε όλους τους πολιτισμούς. Οι ιστορίες που μοιραζόμαστε δημιουργούν τη σύνδεση με τους άλλους, που χτίζει την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα, σε μια ομάδα, μικρή ή μεγάλη. Οι ιστορίες μιας συγκεκριμένης ομάδας διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη αυτής της ομάδας αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Έτσι, οι ιστορίες και δημιουργούνται από μας και μας δημιουργούν. Γι’ αυτό οι ιστορίες είναι πολύ σημαντικές και ατομικά και συλλογικά.

Όλοι έχουμε τις προσωπικές μας ιστορίες, τις αφηγήσεις μας μέσω των οποίων βαθαίνουμε την αυτογνωσία μας και κατανοούμε τους εαυτούς μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους και τον κόσμο. Ο τρόπος με τον οποίο λέμε τις ιστορίες μας και πώς δίνουμε έμφαση σε διαφορετικές πλευρές αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τα γεγονότα και τις εσωτερικές καταστάσεις της ζωής μας, καθώς και πώς φτάσαμε να το κάνουμε αυτό. Αν, για παράδειγμα, μεγαλώσαμε σε μια οικογένεια, που το μοίρασμα των συναισθημάτων δεν ήταν ο συνήθης τρόπος του σχετίζεσθαι, οι διηγήσεις μας είναι πολύ πιθανό να επικεντρώνονται στο περιεχόμενο και τα συμβάντα παρά στις συναισθηματικές καταστάσεις που τα συνοδεύουν.

Το πώς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα επηρεάζει άμεσα το πώς συμπεριφερόμαστε. Ως οργανισμοί με πύλες εισόδου – εξόδου, έχουμε εγκεφάλους που προσλαμβάνουν δεδομένα, τα επεξεργάζονται και απαντούν. Οι αφηγήσεις μας, που δίνουν νόημα στη ζωή μας, προέρχονται από τη μίξη της επεξεργασίας του αριστερού ημισφαιρίου, που προσπαθεί να εξηγήσει, και του δεξιού, των αυτοβιογραφικών, κοινωνικών και συναισθηματικών πληροφοριών.

Μία συνεκτική αφήγηση, μία αφήγηση που κάνει νόημα, προέρχεται από την ευέλικτη μίξη αριστερού – δεξιού τρόπου επεξεργασίας. Οι ιστορίες που κάνουν νόημα για τη ζωή μας απαιτούν καθαρή σκέψη και πρόσβαση στο επίσης σημαντικό κομμάτι των συναισθηματικών και αυτοβιογραφικών στοιχείων της εμπειρίας μας. Μελέτες και των συνεργάτιδών μου στο «Λόγω Ψυχής» δείχνουν τις αλλαγές που επιτεύχθηκαν στη διάρκεια της θεραπείας να αποτυπώνονται στις αφηγήσεις των ανθρώπων μετά τη θεραπεία. Οι αφηγήσεις τους, συγκρινόμενες με εκείνες στην αρχή της θεραπείας τους, είναι σαφώς συνεκτικές, δεν πλατιάζουν και βγάζουν νόημα με εμπλοκή τόσο του συναισθήματος όσο και του γνωστικού.

Νευροεπιστήμες & Ψυχοθεραπεία

Hieronymus Bosch, Cutting the Stone, also called The Extraction of the Stone of Madness or The Cure of Folly (d), c. 1494 or later, Museo del Prado, Madrid, Spain

Είμαστε κατασκευάσματα της αλληλεπίδρασης της φύσης και του περιβάλλοντος. Για τους ανθρώπους, όπως εξελιχθήκαμε, σημαντικό μέρος του περιβάλλοντος είναι κυρίως οι ανθρώπινες σχέσεις.  Αυτές θα σμιλέψουν από την αρχή της γέννησης τον εγκέφαλό μας, του οποίου ο τρόπος δικτύωσης, η ενεργοποίηση ή όχι συγκεκριμένων περιοχών και η εν γένει οργάνωσή του θα αποτελέσει τον πυρήνα της ύπαρξής μας, που είναι ο νους μας.

Όπως λέει ο Joseph Le Doux από το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, “Η φύση και το περιβάλλον δεν είναι δύο διαφορετικά πράγματα αλλά δύο διαφορετικοί τρόποι για την επίτευξη του ιδίου πράγματος, τη δημιουργία συνάψεων στον εγκέφαλο. Οι συνάψεις κωδικοποιούν το ποιοι είμαστε”.

Αν ο Freud ζούσε σήμερα θα ήταν πολύ ευτυχισμένος να έχει στη διάθεσή του όλη την τεχνολογία που μας επιτρέπει να κοιτάξουμε και να δούμε μέσα στο μαύρο κουτί που ήταν στα χρόνια του ο εγκέφαλος. Είμαστε ακόμη μακρυά από το να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητά του, αλλά έχουμε τα πρώτα στοιχεία που μας ανοίγουν νέους δρόμους για την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι διάφοροι κλάδοι των νευροεπιστημών έχουν επηρεάσει, όπως ήταν αναμενόμενο, όχι μόνο την ψυχολογία και την ιατρική αλλά και κλάδους όπως η  οικονομία και η αισθητική.

Στην ψυχοθεραπεία μας δίνουν ένα πλαίσιο αναφοράς που της έλειπε χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πριν από αυτό οι θεραπευτές με την κλινική τους δουλειά και παρατήρηση δεν καταλάβαιναν τι πράγματα γινόταν σε αυτή τη διεργασία. Τώρα το πλαίσιο αυτό γίνεται πιο ολοκληρωμένο και ανοίγει δρόμους για πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος

God in “The Creation of Adam” by Michelangelo and a human brain. Source: https://lcmspastor.com/

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, που αποτελείται από διάφορα υποσυστήματα, είναι ένα ζωντανό, ανοικτό, πολύπλοκο και δυναμικό σύστημα που συνδέεται λειτουργικά με άλλα συστήματα, κυρίως άλλους εγκεφάλους. Είναι το πολυπλοκότερο σύστημα που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Αποτελείται, εκτός από γλοιακά κύτταρα, από 86 – 100 δισεκατομμύρια νευρώνες, που ο καθένας μπορεί να έχει από 1000 έως 10000 συνδέσεις με άλλους νευρώνες, που ονομάζονται συνάψεις.

Στο σύνολο είναι περίπου 100-τρισεκατομμύρια συνάψεις. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στα δευτερόλεπτα που πέρασαν τα τελευταία 3.215.000 χρόνια!

Οι πρώτοι νευρώνες, που αργότερα θα γίνουν εγκεφαλικά κύτταρα, εμφανίζονται γύρω στις 40 μέρες μετά τη σύλληψη. Έχει υπολογισθεί ότι οι νευρώνες μας σχηματίζονται με ρυθμό 250.000 το λεπτό όσο βρισκόμαστε στην κοιλιά της μητέρας μας. 

Με έναν πολύπλοκο γενετικό μηχανισμό οι νευρώνες κατευθύνονται και δημιουργούν συγκεκριμένες δομές και δίκτυα. Η όλη διαδικασία υπόκειται σε ένα χρονικό πρόγραμμα με γενετικά, γονιδιακά καθορισμένους κανόνες. Τα μωρά, για παράδειγμα, πρώτα αρχίζουν να βλέπουν και μετά βλέπουν στερεοσκοπικά. Ο προμετωπιαίος φλοιός δεν ωριμάζει πλήρως ανατομικά πριν το τέλος της εφηβείας και την αρχή της ενηλικίωσης στα 25 έτη.

Βασικές εγκεφαλικές δομές

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, όπως εξελίχθηκε, μπορεί να γίνει κατανοητός ανατομικά και λειτουργικά ως αποτελούμενος από τρία μέρη που αναπτύχθηκαν κυρίως το ένα πάνω στο άλλο και τα οποία δημιουργούν δίκτυα πρόσληψης ερεθισμάτων, επεξεργασίας και ανταπόκρισης. Ο τριαδικός εγκέφαλος  αποτελείται από τον ερπετικό εγκέφαλο (εγκεφαλικό στέλεχος), τον παλαιοθηλαστικό εγκέφαλο (μεταιχμιακό σύστημα) και τον νεοθηλαστικό εγκέφαλο (νεοφλοιό). Όπως λέγεται, μέσα στο κεφάλι μας συνυπάρχουν ένας κροκόδειλος, ένα ποντίκι και ένας χιμπατζής. Κατά άλλους, που ξεχωρίζουν τον προμετωπιαίο φλοιό από τον υπόλοιπο νεοφλοιό, και ένα δελφίνι. Είναι πράγματι θαυμαστό ότι τις περισσότερες φορές  όλοι αυτοί βγάζουν άκρη.

Το εγκεφαλικό στέλεχος, που είναι η παλαιότερη δομή, ελέγχει καταστάσεις εγρήγορσης και προσοχής, θερμοκρασία, αναπνοή, καρδιακούς παλμούς. Το μεταιχμιακό σύστημα εμπλέκεται στη μάθηση, τη μνήμη, την αναπαραγωγική και γονική συμπεριφορά και κυρίως στα συναισθήματα. Ο νεοφλοιός είναι υπεύθυνος για τη σκέψη, την αυτοαντίληψη, τη συνείδηση, τη γλώσσα. Εδώ εδράζονται όλα τα συστήματα ελέγχου και ρύθμισης του συναισθήματος.

Για παράδειγμα, αν ενώ βρισκόμαστε σε μια αίθουσα κινηματογράφου, μυρίσουμε ξαφνικά καπνό και ακούσουμε φωνές, είναι τα συστήματα του εγκεφαλικού στελέχους που θα μας κάνουν να αυξήσουμε την εγρήγορση και την προσοχή μας, είναι το μεταιχμιακό που αυτόματα πριν καν σκεφτούμε τίποτα θα μας δώσει το συναίσθημα του φόβου με την συνακόλουθη κίνηση προς τα έξω, πάγωμα στη θέση, λυποθυμία ίσως και είναι ο νεοφλοιός που θα επεξεργαστεί τις πληροφορίες από τις αισθήσεις για να αποφασίσουμε αν θα ποδοπατηθούμε ή θα βγούμε οργανωμένα από την αίθουσα. Το αν έχουμε βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση και τι αποτέλεσμα είχαμε βιώσει θα μπεί στον λογαριασμό της όποιας συμπεριφοράς επιδείξουμε.

Ο νεοφλοιός είναι το περισσότερο αναπτυγμένο μέρος του εγκεφάλου (σκέψη, αντίληψη, λογική, γλώσσα). Ο νεοφλοιός επέτρεψε τον πολιτισμό και την κουλτούρα. Ο νεοφλοιός παρόλα αυτά δεν είναι το αφεντικό. Τα  συναισθήματα και οι συνακόλουθες σωματικές καταστάσεις επηρεάζουν τη  λογική. Όσο και να μας φέρνει σε δύσκολη θέση ως νοήμονα όντα, η έρευνα δείχνει ότι συνήθως πρώτα αντιδρούμε και μετά σκεφτόμαστε.

Ημισφαιρική επεξεργασία

Άλλη μια σημαντική διαφοροποίηση μπορεί να γίνει ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου, όσον αφορά τον  τρόπο επεξεργασίας των πληροφοριών. Ο τρόπος επεξεργασίας του αριστερού είναι γραμμικός, λογικός, λεκτικός και ψάχνει για αίτιο και αποτέλεσμα. Του δεξιού, επονομαζόμενου και βωβού, είναι μη-γραμμικός, ολιστικός, οπτικοχωρικός, αυτοβιογραφικός.  Εκεί εδράζονται δυνατά και ακατέργαστα συναισθήματα, αποστολή και λήψη μη-λεκτικών σημάτων, επίγνωση, ρύθμιση και κατασκευή σωματικού χάρτη.

Δυσλειτουργικότητα

Edvard Munch, Melancholy, 1894–1896, KODE | Art museums and Composer homes. Bergen, Norway

Όλες οι έρευνες των νευροεπιστημών αλλά και της κλινικής παρατήρησης δείχνουν ότι όπου υπάρχει δυσλειτουργία ή ψυχική ασθένεια υπάρχει και έλλειψη σύνδεσης και αδυναμία σύνθεσης των διαφόρων εγκεφαλικών δομών και λειτουργιών.

Ο φλοιός δεν μπορεί να ελέγξει την υπερδραστηριότητα του μεταιχμιακού συστήματος στις κρίσεις πανικού, τραυματικές μνήμες (δεξί ημισφαίριο) δεν μπορούν να επικοινωνηθούν λεκτικά (αριστερό ημισφαίριο) με αποτέλεσμα την ανάπτυξη σωματικών συμπτωμάτων, αδυναμία εμπλοκής του συναισθήματος (μεταιχμιακό σύστημα) στις σχέσεις με συνακόλουθη την έλλειψη νοηματοδότησής τους κοκ.

Όπως υποστηρίζει ο Daniel Siegel, η αρμονία και η λειτουργικότητα προέρχονται από την ευέλικτη και προσαρμοστική ρύθμιση της πληροφορίας και της ενέργειας στον ενσωματωμένο και σχεσιακό εγκέφαλό μας από τον νου, τον οποίο προσδιορίζει ως μια αναδυόμενη αυτοοργανωτική διεργασία του εγκεφάλου η οποία ιεραρχικά είναι υψηλότερης τάξης σύστημα από αυτόν. Υπό το πρίσμα αυτό οι ψυχικές διαταραχές και ασθένειες μπορούν να ιδωθούν ως  προερχόμενες από την αδυναμία, για διάφορους λόγους, μιας τέτοιας ρύθμισης που οδηγεί στο χάος (ανεξέλεγκτα συναισθήματα, σκέψεις, πράξεις) ή στην ακαμψία (τρόπος σκέψης άσπρου – μαύρου, όλα ή τίποτα, αδυναμία νέας μάθησης).   

Συναισθήματα

Pierre Puvis de Chavannes, The Poor Fisherman, 1881, Musée d'Orsay, Paris, France

Τα συναισθήματα είναι αυτά που προσδίδουν την ανθρώπινή μας διάσταση, αυτά που είναι χρήσιμοι οδηγοί στη ζωή μας, που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη σύναψη σχέσεων αλλά και που μας τυραννούν πολλές φορές με τον ανεξέλεγκτο χαρακτήρα τους.

Τα συναισθήματα είναι αυτά που δίνουν νόημα σε κάθε εισερχόμενη πληροφορία στον εγκέφαλό μας. Όταν προσλαμβάνουμε την κίνηση κάποιου προς το μέρος μας είναι το συναίσθημα που μας δημιουργείται που θα καθορίσει αν θα τραβηχτούμε ή θα προσεγγίσουμε. Αν κάτι προσλαμβάνεται ως ευχάριστο ή μη απειλητικό, έχουμε προσέγγιση. Αν όχι, απομάκρυνση.

Στις δυσλειτουργίες που βιώνουμε είναι το συναίσθημα εκείνο που πρωτίστως επηρεάζεται και κατόπιν επηρεάζονται και οι γνωστικές λειτουργίες, για να δημιουργηθεί στη συνέχεια ένας φαύλος κύκλος. Η αίσθηση δυσφορίας, θλίψης, άγχους είναι κυρίαρχα συμπτώματα σε μια μεγάλη γκάμα ψυχικών διαταραχών και προβλημάτων.

Η αναγνώριση, η προέλευση και η ρύθμιση του συναισθήματος  είναι από τους πιο βασικούς στόχους της ψυχοθεραπείας.

Σχέσεις

Pierre-Auguste Renoir, Dance at Le Moulin de la Galette, 1876, Musée d'Orsay, Paris, France

Αν και οι κύριες συνδέσεις και δομές του νευρικού μας συστήματος σχηματίζονται από γονιδιακά μεταφερόμενες πληροφορίες, δηλαδή τη μνήμη του είδους μας, η εκλέπτυνση και η λεπτομέρεια καθορίζονται από την εμπειρία και τη χρήση. 

Το γεγονός αυτό της αλληλεπίδρασης γονιδίων και περιβάλλοντος στη διαμόρφωση του ψυχικού μας οργάνου συνδέει την νευροεπιστήμη με την ψυχοθεραπεία. Τα γονίδια δημιουργούν τις δομές και το περιβάλλον, ειδικά οι διαπροσωπικές σχέσεις, τις σμιλεύει. Ο εγκέφαλός μας είναι ένα όργανο προσαρμογής στον φυσικό και κοινωνικό κόσμο. Αναπτύσσεται και διαμορφώνεται  μέσω των θετικών και αρνητικών αλληλεπιδράσεων. 

Η γέννηση, ανάπτυξη και η σύνδεση των νευρώνων, δηλαδή η πλαστικότητα του εγκεφάλου, είναι ο βασικός μηχανισμός όλης της μάθησης και προσαρμογής. Αν και η πλαστικότητα μειώνεται με την ηλικία, ο εγκέφαλος διατηρεί την ικανότητα να επαναδικτυώνεται σε όλη τη ζωή. Όταν με το καλό τελειώσετε το διάβασμα αυτής της ενότητας, ο εγκέφαλος όλων σας, μικρότερων και μεγαλύτερων,  θα είναι διαφορετικός από άποψη συνδεσιμότητας. Για κάποιους μια μικρή αλλαγή, μια νέα μάθηση, μπορεί, για να θυμηθούμε τη θεωρία του χάους, να επιφέρει μεγαλύτερες αλλαγές και αποφάσεις.

Η φύση των σχέσεών μας μεταφράζεται σε κώδικες συνάψεων που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ύπαρξής μας. Στην καρδιά της ψυχοθεραπείας είναι η κατανόηση του “τι πήγε ή τι πάει λάθος” στη συνεργασία φύσης – περιβάλλοντος και η προσπάθεια διόρθωσής του. Στην ψυχοθεραπεία κυριολεκτικά δουλεύουμε πάνω σε αυτά και με αυτά τα εγκεφαλικά κυκλώματα που είτε δεν δημιουργήθηκαν, είτε δημιουργήθηκαν ανεπαρκώς, είτε ο τρόπος δικτύωσής τους είναι δυσλειτουργικός και εμποδίζει τους ανθρώπους στην ανέλιξή τους.

Να σας δώσω ένα απλό παράδειγμα. Μια θεραπευόμενη μπορεί να θυμώσει με τον θεραπευτή της, διότι σε μια συνεδρία ομαδικής θεραπείας δεν πρόλαβε να μιλήσει. Αυτό της ήταν γνωστό και στην οικογένειά της, όπου ένιωθε ότι δεν είχε χώρο να εκφραστεί και κυρίως να εκφράσει δύσκολα συναισθήματα, όπως ο θυμός. Ο πατέρας της κυρίως την απόπαιρνε όποτε πήγαινε να εκφράσει θυμό. Το συγκεκριμένο σταθερό σχήμα συμπεριφοράς δημιουργεί εγκεφαλικές συνδέσεις και αυτοματισμούς, με αποτέλεσμα η ίδια να έχει δυσκολία να εκφράσει τον θυμό της, διότι περιμένει ότι, όχι μόνο δεν θα ακουστεί, αλλά θα την αποπάρουν κιόλας. Στην επόμενη συνεδρία απουσιάζει χωρίς να ενημερώσει. Ο θεραπευτής αντιλαμβάνεται ότι κάτι έγινε και στη μεθεπόμενη συνεδρία ανοίγει το θέμα και την προτρέπει να εκφραστεί. Δειλά δειλά και προσεκτικά αρχίζει να εκφράζει λεκτικά το ότι θύμωσε και δυσαρεστήθηκε που δεν έφτασε ο χρόνος γι’ αυτήν, αλλά ότι λογικά το καταλαβαίνει. Ο θεραπευτής την προσκαλεί περισσότερο να μην εκλογικεύει και να εκφράσει ανοικτά και όπως την αισθάνεται τη δυσαρέσκεια και τον θυμό της. Όταν το κάνει, ο θεραπευτής και η ομάδα την ακούνε προσεκτικά και την κατανοούν χωρίς οι ίδιοι να θυμώσουν από τη δική της έκφραση θυμού. Το γεγονός αυτό, που συμβαίνει μέσα στην ομάδα, είναι πρωτόγνωρο γι΄αυτήν. Της αρέσει, αλλά την ταράζει κιόλας διότι ο εγκέφαλός της είναι προγραμματισμένος να ακούει κατσάδα όποτε εκφράζει θυμό. Ταυτόχρονα όμως, ο εγκέφαλός της κάνει και μια νέα εγγραφή. Το “εκφράζω τον θυμό μου” παύει πια να συνδέεται μόνο με το δυσάρεστο συναίσθημα της αναμονής και της είσπραξης της κατσάδας από τον πατέρα. Αρχίζει να συνδέεται και με το ευχάριστο που δημιουργείται όταν οι άνθρωποι μας ακούνε και μας κατανοούν, όταν μας δίνουν χώρο να εκφραστούμε – ειδικά όταν εκφράζουμε δύσκολα συναισθήματα. Όταν αυτό επαναλαμβάνεται μέσα και έξω από τη θεραπεία, ο εγκέφαλός της δημιουργεί  νέους λειτουργικούς αυτοματισμούς και οι παλιοί εξασθενούν και δεν ορίζουν πλέον τη συμπεριφορά της.

Τι κάνουμε στην Ψυχοθεραπεία;

Henri Matisse, Dance(ii), 1910, State Hermitage Museum, St Petersberg, Russia

Σε πολλές στιγμές στη ζωή τους οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν προκλήσεις, στις οποίες καλούνται να “απαντήσουν” και να προχωρήσουν. Οι προκλήσεις αυτές μπορεί να είναι αναμενόμενες ως προς τον χρόνο που συμβαίνουν (πας στο σχολείο, φεύγεις από το σπίτι για σπουδές, εργάζεσαι, κλπ.) ή απρόβλεπτες και μη αναμενόμενες (ξαφνική ασθένεια, διάφορες απώλειες κλπ.).

Στη διαδικασία αυτών των συνεχών προκλήσεων που είναι η ζωή, αν και είμαστε εξοπλισμένοι με θαυμαστά σύνεργα (εγκέφαλος και αναδυόμενος νους) για να ανταποκριθούμε, δεν τα καταφέρνουμε πάντοτε. Εκεί μπορεί να ανακύψουν προβλήματα με τη μορφή του έντονου άγχους, των κρίσεων πανικού, των φοβιών, της κατάθλιψης, των σχέσεων χωρίς νόημα, των διαφόρων σωματικών συμπτωμάτων κ.α.

Από την άλλη υπάρχουν ψυχικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι (σχιζοφρένεια, διπολική διαταραχή κ.ά.)  που έχουν τη γενεσιουργό αιτία τους πρωτίστως και κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικώς για κάποια, σε εκ γενετής καθορισμένους τρόπους οργάνωσης του εγκεφάλου τους.

Το πώς ο κάθε άνθρωπος απαντά στις συνεχείς προκλήσεις της ζωής είναι η συνισταμένη  της κατασκευής του (του εγκεφάλου του και του αναδυόμενου νου του) και των συνθηκών. Και τα δύο είναι μεταβαλλόμενα, σε άλλοτε άλλο βαθμό, γεγονός που μας επιτρέπει να παρέμβουμε και να τα αλλάξουμε προς όφελός μας. Οι νέες έρευνες δείχνουν έναν εγκέφαλο προσαρμοστικό, ευέλικτο και με δυνατότητα αλλαγής των νευρωνικών δικτύων του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, σε περιβάλλοντα με πλούτο νέων ερεθισμάτων, όπως η ψυχοθεραπεία.

Αν και στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας η προσπάθεια για αλλαγή των περιβαλλοντικών συνθηκών των ανθρώπων έχει τον χώρο της, είναι η επιχείρηση αλλαγής της κατασκευής του ατόμου που κυριαρχεί, τουλάχιστον αρχικά. Η υγιής λειτουργικότητά μας απαιτεί τη σωστή ανάπτυξη και λειτουργία νευρωνικών δικτύων που οργανώνουν τη συνείδηση, τη συμπεριφορά, το συναίσθημα και τις αισθήσεις. Διατάραξη της αρμονικής σύνθεσης των δικτύων αυτών για οποιοδήποτε λόγο οδηγεί σε προβλήματα και ψυχοπαθολογία. Η ψυχοθεραπεία είναι ένας τρόπος δημιουργίας ή επιδιόρθωσης της σύνθεσης των νευρωνικών δικτύων.

Ο τρόπος που ο εγκέφαλος αλλάζει στην ψυχοθεραπεία έχει να κάνει με το ποια δίκτυα ενεργοποιούνται, δηλαδή ποια προβλήματα αντιμετωπίζονται στη θεραπεία. Υπάρχουν έρευνες, και γίνονται πλέον όλο και περισσότερες,  που δείχνουν αλλαγές στον μεταβολισμό της γλυκόζης, στη συγκέντρωση νευροδιαβιβαστών και στη ροή του αίματος στον εγκέφαλο μετά από ψυχοθεραπεία.

Στην αναζήτηση ψυχοθεραπείας το σύστημα πρόσδεσης του θεραπευόμενου είναι σε διέγερση. Είναι σχεδόν όπως το βρέφος ή το παιδί που νοιώθει τη δυσφορία και το άγχος, τη θλίψη και την ανημπόρια και στρέφεται σε έναν γονιό που θα γίνει για κάποιο διάστημα ο εξωτερικός ρυθμιστής του αποσυνδεδεμένου και χωρίς συνοχή εγκεφάλου του. Μέσα από τη φροντιστική του συμπεριφορά ο θεραπευτής λειτουργεί ως αξιόπιστη βάση ασφάλειας για τον θεραπευόμενο, ώστε ο δεύτερος να μπορέσει να δουλέψει τα θέματά του. Οι διορθωτικές εμπειρίες της θεραπευτικής διαδικασίας είναι μια σπουδαία ευκαιρία για επαναδόμηση του εγκεφάλου και δημιουργία πιο λειτουργικών μοντέλων σχέσεων, ώστε να ακολουθηθεί η φυσιολογική περαιτέρω ανάπτυξη.

Κατανοούμε σήμερα ότι η υγεία μας και η ομαλή ανάπτυξή μας, η ευχαρίστηση που νοιώθουμε από τη ζωή, οι αντοχές που έχουμε για τις αντιξοότητές της, οι λειτουργικές ή μη σχέσεις μας είναι αποτέλεσμα της ισορροπημένης λειτουργίας του εγκεφάλου μας που αποτελεί το υλισμικό και παράγει το λογισμικό για όλα αυτά. Διατάραξη μιας τέτοιας ισορροπίας, για λόγους που έχουν να κάνουν με την συνεργασία φύσης – περιβάλλοντος, οδηγεί σε δυσλειτουργία, ασθένεια, ψυχοπαθολογία.

Η ψυχοθεραπευτική σχέση, που όλες οι έρευνες ταυτοποιούν ως τον πιο κρίσιμο παράγοντα στην επιτυχία της ψυχοθεραπείας, επιχειρεί, αξιοποιώντας τους τρόπους που μας έδωσε η φύση για την ανάπτυξή μας (είμαστε όντα της ομάδας και των σχέσεων), να επαναδομήσει και να δημιουργήσει νέα συνεκτικά δίκτυα στον εγκέφαλο, ώστε να αποκατασταθεί η λειτουργικότητά του ή να εγκαθιδρυθεί για πρώτη φορά.

Η ενσυναισθητική εναρμόνιση μεταξύ θεραπευτή – θεραπευόμενου και θεραπευόμενου – θεραπευόμενου στην ομαδική ψυχοθεραπεία δημιουργεί το πλαίσιο φροντίδας και υποβοήθησης μέσα στο οποίο αναπτυσσόμαστε.

Αν θέλουμε να πετύχουμε τη σύνθεση / σύνδεση αποσυνδεδεμένων νευρωνικών κυκλωμάτων, η εμπλοκή του συναισθήματος αλλά και του γνωστικού είναι απαραίτητη στη θεραπευτική διαδικασία. Στην ψυχοθεραπεία δεν φτάνει να καταλήξεις με ψυχολογικές ερμηνείες για προβλήματα που παραμένουν άλυτα. Από την άλλη η συναισθηματική κάθαρση χωρίς εμπλοκή του γνωστικού κομματιού μας δεν οδηγεί σε σύνθεση. Χρειάζεται η αμοιβαία συμμετοχή συναισθήματος και γνωστικού (αριστερού και δεξιού ημισφαιρίου) για τη βέλτιστη νευρωνική λειτουργία μας. Η ταυτόχρονη ενεργοποίηση κυκλωμάτων που θέλουμε να συνδεθούν το ένα με το άλλο βοηθά στη σύνδεσή τους.

Η ικανότητα της ανοχής και ρύθμισης του συναισθήματος δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες για την εγκεφαλική μας ανάπτυξη σ’ όλη τη ζωή. Η αυξημένη σύνθεση πάει χέρι-χέρι με αυξημένη ικανότητα να βιώνουμε και να αντέχουμε σκέψεις και συναισθήματα που πριν ήταν ανεσταλμένα, αποσυνδεδεμένα ή συναισθήματα που αμυνόμασταν εναντίον τους. Όπως υποστηρίζει ο Louis Cozolino,  η ρύθμιση του συναισθήματος ίσως είναι το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας σε όλες τις ψυχοθεραπευτικές πρακτικές, επειδή επιτρέπει την επανασύνδεση με τις φυσιολογικές αναπτυξιακές εμπειρίες στη ζωή μας.

Η γλώσσα, τέλος, είναι εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο για τη νευρολογική και ψυχολογική μας ανάπτυξη. Η συν-κατασκευή αφηγήσεων / ιστοριών ανάμεσα στον γονιό και το παιδί ή τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο υποβοηθά τη σύνδεση πολλαπλών νευρωνικών δικτύων. Η αυτοβιογραφική μνήμη δημιουργεί ιστορίες για τον εαυτό που υποστηρίζουν τη συναισθηματική ρύθμιση στο παρόν και τη διατήρηση ομοιοστατικών δυναμικών λειτουργιών στο μέλλον. Οι ιστορίες γεφυρώνουν και συνδέουν νευρωνικά δίκτυα, στο παρόν και διαχρονικά, νοηματοδοτώντας την εμπειρία μας.

Βιβλιογραφικές πηγές

Carl Spitzweg, The Bookworm (d), c.1850, Museum Georg Schäfer, Schweinfurt, Germany
  • Abraham, R. & Ueda, Y. (eds) (2001). The Chaos Avant-Garde: Memoirs of the Early Days of Chaos Theory. World Scientific
  • Ammaniti, M., & Gallese, V. (2014). The birth of intersubjectivity: Psychodynamics, neurobiology, and the self. W W Norton & Co.
  • Anderson, H. (1997). Conversation, language, and possibilities: A postmodern approach to therapy. Basic Books.
  • Anderson, H., & Gehart, D. (Eds.). (2012). Collaborative therapy: Relationships and conversations that make a difference. Routledge.
  • Androutsopoulou, A. (2015). Moments of meaning: Identifying inner voices in the autobiographical texts of ‘Mark’. Qualitative Psychology, 2, 130-146.
  • Androutsopoulou, A., Bafiti, T., & Kalarritis, G. (2014). The enriched systemic perspective SANE- System Attachment Narrative Encephalon: Selected training guidelines for clinical practice.  Human Systems. The Journal of Therapy, Consultation and Training, 25, 2, 161 – 176.
  • Androutsopoulou, Α., Thanopoulou, Κ., Economou, Ε., & Bafiti, Τ. (2004). Forming criteria for assessing the coherence of clients’ life stories: A narrative study. Journal of Family Therapy 26, 383-405.
  • Angus, L. & McLeod, J. (eds). (2004). Handbook of narrative and psychotherapy: Practice, theory and research. Thousand Oaks, CA: Sage.
  • Arden, J. B. (2019). Mind-brain-gene: Toward psychotherapy integration. New York: W. W. Norton & Company.
  • Aron, E. N. (2012). Temperament in psychotherapy: Reflections on clinical practice with the trait of sensitivity. In M. Zentner & R. L. Shiner (Eds.), Handbook of temperament (p. 645–670). The Guilford Press.
  • Badenoch, B. (2018). The heart of trauma: Healing the embodied brain in the context of relationships. W W Norton & Co.
  • Badenoch, B. (2008). Being a brain-wise therapist: A practical guide to interpersonal neurobiology. W W Norton & Co.
  • Barrett, L. F.,  Michael Lewis, M.,  and Haviland-Jones, J. M. (2018). Handbook of emotions, 4th Edition. New York: Guilford.
  • Barrett, L. F. (2017). How emotions are made: The secret life of the brain. Houghton Mifflin Harcourt.
  • Barrett, L. F., & Russell, J. A. (Eds.) (2015). The psychological construction of emotion. New York: Guilford.
  • Baron-Cohen, S. (Ed.). (1997). The maladapted mind: Classic readings in evolutionary psychopathology. Psychology Press/Erlbaum (UK) Taylor & Francis.
  • Bateman, A., & Fonagy, P. (Eds.). (2012). Handbook of mentalizing in mental health practice. American Psychiatric Publishing, Inc..
  • Bateman, A., & Fonagy, P. (2016) Mentalization-based treatment for personality disorders. Oxford: Oxford University Press 
  • Beaudon, M-T & Zimmerman, J. (2011). Narrative therapy and interpersonal neurobiology: Revisiting classic practises, developing new emphases. Journal of Systemic Therapies, 30, 1-13.
  • Bird, R. J. (2003). Chaos and Life: Complexity and Order in Evolution and Thought. Columbia University Press
  • Briggs, J. & Peat, F. D. (1990). Turbulent Mirror: An Illustrated Guide to Chaos Theory and the Science of Wholeness. Harper Perennial 
  • Brisch, K. H. (2012). Treating attachment disorders: From theory to therapy (2nd ed.) (K. Kronenberg, Trans.). New York: Guilford Press.
  • Brüne, M. (2016). Textbook of evolutionary psychiatry and psychosomatic medicine: The origins of psychopathology (2nd ed.). Oxford: Oxford University Press.
  • Burns, J. (2007). The descent of madness: Evolutionary origins of psychosis and the social brain. New York: Routledge/Taylor & Francis Group.
  • Byng-Hall, J. (1995). Creating a secure base: Some implications of attachment theory for family therapy. Family Process, 34, 45-58.
  • Byng-Hall,J. (1995). Rewriting family scripts. London: Guilford Press.
  • Byng-Hall. J. (1998). Evolving ideas about narrative: re-editing the re-editing of family mythology. Journal of Family Therapy, 20, 133-143.
  • Byng-Hall, J. (2008). The crucial roles of attachment in family therapy. Journal of Family Therapy, 30, 129-146.
  • Cannon, W. B. (1932). The wisdom of the body. W W Norton & Co.
  • Cantor, C. (2005). Evolution and posttraumatic stress: Disorders of vigilance and defence. New York: Routledge.
  • Chess, S. & Thomas, A. (1995). Temperament in Clinical Practice. Guilford. PressChess, S. & Thomas, A. (1996). Temperament: Theory And Practice. Brunner/Mazel.
  • Costello, P. C. (2013). Attachment-based psychotherapy: Helping patients develop adaptive capacities. American Psychological Association
  • Cozolino, L. (2006). The neuroscience of human relationships: Attachment and the developing social brain. New York: Norton.
  • Cozolino, L. (2002). The neuroscience of psychotherapy: Building and rebuilding the human brain. New York: Norton.
  • Cozolino, L. (2017). The neuroscience of psychotherapy: Healing the social brain (3rd ed.). New York: W W Norton & Co.
  • Dallos, R. (2004). Attachment narrative therapy: integrating ideas from narrative and attachment theory in systemic therapy with eating disorders. Journal of Family Therapy, 26, 40-66.
  • Dallos, R. (2006). Attachment narrative therapy. Integrating narrative, systemic and attachment therapies. Berkshire, UK: Open University Press.
  • Dallos, R. & Vetere, A. (2009). Systemic therapy and attachment narratives. Applications in a range of clinical settings. London: Routledge.
  • Damasio, R. A. (1994) Descartes’ Error: Emotion, Reason, and the Human Brain. HarperCollins
  • Derrida, J. (1979) Living On. In H. Bloom (ed) Deconstruction and Criticism. 75–176. New York: Continuum
  • Derrida, J. (1984). Deconstruction and the Other [An Interview]. In Dialogues with Contemporary Continental Thinkers, by Richard Kerney, 107–126. Manchester: Manchester University Press
  • Derrida, J. (1987) The Post Card: From Socrates to Freud and Beyond. Chicago: University of Chicago Press
  • de Waal, F. (2019). Mama’s last hug: Animal emotions and what they tell us about ourselves. W. W. Norton & Company.
  • Ecker, B., Ticic, R., Hulley, L., & Sibson, P., Martignetti, C. A., Geoghegan, N., & Connor, T. A. (Collaborators). (2012). Unlocking the emotional brain: Eliminating symptoms at their roots using memory reconsolidation. New York: Routledge/Taylor & Francis Group.
  • Feinberg, T. E. (2009). From axons to identity: Neurological explorations of the nature of the self. W W Norton & Co.
  • Fishbane, M.D. (2001). Relational narratives of the self. Family Process, 40, 273–291.
  • Fishbane, M.D. (2007). Wired to connect: Neuroscience, relationships, and therapy. Family Process, 46, 395–412.
  • Fonagy, P., Gergely, G., Jurist, E. L., & Target, M. (2002). Affect regulation, mentalization, and the development of the self. New York: Other Press.
  • Fosha, D., Siegel, D. J. & Solomon, M. (2009). The healing power of emotion: Affective neuroscience, development & clinical practice. New York: Norton.
  • Foucault, M. (2009). History of Madness. Routledge
  • Foucault, M. (1994). The Birth of the Clinic. Vintage
  • Foucault, M. (1972). The Archaeology of Knowledge & The Discourse on Language. Pantheon
  • Foucault, M. (1995). Discipline & Punish: The Birth of the Prison. Vintage
  • Foucault, M. (2017). Subjectivity and Truth: Lectures at the Collège de France, 1980-1981. Picador
  • Fucks, I. (2019). The evolutionary mechanism of human dysfunctional behavior. New York: Radius Book Group
  • Gergen, K. J. & Davis, K.E. (eds) (1985). The Social Construction of the Person. Springer
  • Gergen, K. J. (2009). Relational Being. Oxford University Press
  • Gergen, K. J.  (2001), Psychological science in a postmodern context American Psychologist56 (10): 803–813
  • Gergen, K.J. (2018). The limits of language as the limits of psychological explanation. Theory and Psychology, 28 (6): 697-711
  • Gilbert, P., & Bailey, K. G. (Eds.). (2000). Genes on the couch: Explorations in evolutionary psychotherapy. New York: Brunner-Routledge.
  • Gleick, J. (1988). Chaos: Making a New Science. New York: Penguin
  • Goolishian, H. & Anderson, H. (1987). Language systems and therapy: An evolving idea. Psychotherapy, 24, 529-538.
  • Greenberg, L. S., & Paivio, S. C. (1997). Working with emotions in psychotherapy. Guilford Press 
  • Haken, H. (1983) Synergetics, an Introduction: Nonequilibrium Phase Transitions and Self-Organization in Physics, Chemistry, and Biology, 3rd rev. enl. ed. New York: Springer-Verlag
  • Haken, H. (1993) Advanced Synergetics: Instability Hierarchies of Self-Organizing Systems and Devices. New York: Springer-Verlag
  • Hart, S. (2011). The impact of attachment: Developmental neuroaffective psychology. W W Norton & Co.
  • Hermans, H.J.M. & Dimaggio, G. (eds) (2004). The dialogical self in psychotherapy. New York: Brunner-Routledge.
  • Hermans, H.J.M. & Hermans-Jansen, E. (1995). Self-narratives: The construction of meaning in psychotherapy. New York, NY: The Guilford Press.
  • Hill, L. (2007) The Cambridge introduction to Jacques Derrida. Cambridge University Press
  • Holmes, J. (2020). The brain has a mind of its own: Attachment, neurobiology, & the new science of psychotherapy. (Kindle ed.) 
  • Holmes, J., (2001). The search for the secure base. Attachment theory & psychotherapy. New York: Routledge.
  • Holmes, J., (2010). Exploring in security. Towards an attachment-informed psychoanalytic psychotherapy. New York: Routledge.
  • Holmes, J., (2015). Attachments: Psychiatry, Psychotherapy, Psychoanalysis. The selected works of Jeremy Holmes. New York: Routledge.
  • Holmes, J.,& Slade, A. (2018). Attachment in Therapeutic Practice. London: Sage.
  • Hughes, D.A. (2007). Attachment focused family therapy. New York: Norton.
  • Kagan, J. (2018). Galen’s Prophecy: Temperament In Human Nature. Routledge.
  • Kagan, J., & Snidman, N. (2004). The Long Shadow of Temperament. Belknap Press/Harvard University Press.
  • Καλαρρύτης, Γ. & Μπαφίτη, Τ. (επιμ.) (2005) Σώμα υγιές σε νου υγιή.  Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  • Κατάκη, Χ. & Μπογδάνης, Γ. (2018). Το Συνθετικό Μοντέλο Συστημικής Θεραπείας (ΣΥΜΟΣΥΘ): Το ελληνικό παράδειγμα. Στο Παπαδιώτη-Αθανασίου. Β. & Σοφτά-Nall, Λ. (2018). Οικογενειακή Συστημική Θεραπεία: Βασικές θεωρήσεις, θεωρητικές θέσεις και πρακτική εφαρμογή (3η έκδοση). Αθήνα: Τόπος.
  • Κατάκη Χ. και Ανδρουτσοπούλου (επιμ.) (2005). Με χάρτη και πυξίδα: Αφηγήσεις Συστημικής Ψυχοθεραπείας. Αθήνα: Πεδίο, 2015 (Επανέκδοση).
  • Κατάκη Χ. και Ανδρουτσοπούλου Α. (επιμ.) (2003). Με γόμα και καθρέφτη: Εννιά Ιστορίες Συστημικής Ψυχοθεραπείας. Αθήνα: Πεδίο, 2015 (Επανέκδοση).
  • Katakis, C. (1990). The Self-Referential Conceptual System: Towards an operational definition of subjectivity. Systems Research, 7(2) 91-102.
  • Kondepudi, D. & Prigogine, I. (1998). Modern Thermodynamics: From Heat Engines to Dissipative Structures. Wiley.
  • LeDoux, J. (2019). The Deep History of Ourselves: The Four-Billion-Year Story of How We Got Conscious Brains. Viking
  • LeDoux, J. (2015). Anxious: Using the Brain to Understand and Treat Fear and Anxiety. Viking
  • LeDoux, J. (2003). Synaptic Self: How Our Brains Become Who We Are. Penguin
  • LeDoux, J. E. (1996). The emotional brain: The mysterious underpinnings of emotional life. Simon & Schuster.
  • Letellier, C. (2012). Chaos in Nature, World Scientific Publishing Company
  • Levine, P. A. (2008). Healing Trauma: A Pioneering Program for Restoring the Wisdom of Your Body. Sounds True Inc.
  • Luhmann, L. (2013). Introduction to Systems Theory. Polity Press
  • Marston, D. C., & Maple, T. L. (2016). Comparative psychology for clinical psychologists and therapists: What animal behavior can tell us about human psychology. London: Jessica Kingsley Publishers
  • Maturana, H. R. & Varela, F. J. (1980). Autopoiesis and Cognition: The Realization of the Living. D. Reidel Publishing Co.
  • Maturana, H. R. & Varela, F. J. (1992). The Tree of Knowledge: The Biological Roots of Human Understanding. Revised Edition. Shambhala
  • McLeod, J. (1997). Narrative and psychotherapy. London: Sage
  • McNamee, S., & Gergen, K. J. (eds.). (1992). Therapy as social construction. Sage
  • Μπαφίτη, Τ., Ανδρουτσοπούλου, Α., Καλαρρύτης, Γ. (2018). Από τέσσερις σκοπιές. Το εμπλουτισμένο συστημικό μοντέλο SANE – System Attachment Narrative Encephalon. Στο βιβλίο του Π. Ασημάκη (επιμ.), Σύγχρονες ψυχοθεραπείες στην Ελλάδα (σελ. 231-243) . Αθήνα: Εκδόσεις: Π. Ασημάκης
  • Μπαφίτη Τ. & Καλαρρύτης Γ. (επιμ.) (2009) Συστημική προσέγγιση: Θεωρήσεις και εφαρμογές. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
  • Müller, K. H. & Müller, A. (eds) (2014). The beginning of heaven and earth has no name. Seven days with second order cybernetics. Heinz von Foerster. Fordham University Press
  • Nesse, R. (2019). Good Reasons for Bad Feelings: Insights from the Frontier of Evolutionary Psychiatry. London: Allen Lane
  • Nesse, R. M., & Williams G. C., (1994). Why we get sick: The new science of Darwinian medicine. New York: Vintage
  • Panksepp, J., & Biven, L. (2012). The archaeology of mind: Neuroevolutionary origins of human emotion. W. W. Norton & Company
  • Parkes, C.M., & Stevenson-Hinde, J, & Marris, P. (1991). Attachment across the life cycle. London: Routledge.
  • Paris J. (2000). Myths of Childhood. Brunner/Mazel
  • Penn, P. (2001). Chronic illness: Trauma, Language, and writing. Family Process, 40, 33-52.
  • Penn, P. (1994). Creating a partcipant text: Writing, multiple voices, narrative multiplicity. Family Process, 33, 217-231.
  • Pennebaker, J. W. (1997). Opening up: The healing power of expressing emotions. New York: The Guilford Press.
  • Pennebaker, J.W. (1993). Putting stress into words: Health, linguistic and therapeutic implications. Behaviour Research and Therapy, 31, 539-548.
  • Plutchik, R. (2000). Emotions in the Practice of Psychotherapy: Clinical Implications of Affect Theories. APA
  • Porges, S. W. 7 Dana, D. A.  (2018). Clinical Applications of the Polyvagal Theory : The Emergence of Polyvagal-Informed Therapies. W W Norton & Co.
  • Porges, S. W. (2011). The polyvagal theory: Neurophysiological foundations of emotions, attachment, communication, and self-regulation. W W Norton & Co.
  • Prigogine, I. & Nicolis, G. (1977). Self-Organization in Non-Equilibrium Systems. Wiley
  • Prigogine, I. & Stengers, I (1984). Order out of Chaos: Man’s new dialogue with nature. Flamingo.
  • Rettew, D. (2013). Child Temperament: New Thinking About The Boundary Between Traits and Illness. W. W. Norton & Company
  • Rothbart, M. K., Ellis, L. K., & Posner, M. I. (2011). Temperament and self-regulation. In K. D. Vohs & R. F. Baumeister (Eds.), Handbook of self-regulation: Research, theory, and applications (p. 441–460). Guilford Press.
  • Sarbin, T.R. (1986). The narrative as a root metaphor for psychology. In T.R. Sarbin (Ed.), Narrative psychology: The storied nature of human conduct (pp. 1-37). New York, NY: Preager.
  • Schore, A.N. (2019). Right brain psychotherapy. New York: WW. Norton
  • Schore, A.N. (2019). The development of the unconscious mind. New York: WW. Norton
  • Schore, A.N. (1994). Affect regulation and the origin of the self. The neurobiology of emotional development. Hillsdale, New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates
  • Schore, A.N. (2003). Affect dysregulation and disorders of the self. New York: WW. Norton
  • Schore, A.N. (2003). Affect regulation and the repair of the self. New York: WW. Norton
  • Siegel, D.J. (1999). The developing mind: How relationships and the brain interact to shape who we are. New York: The Guilford Press.
  • Siegel, D.J. (2007). The mindful brain: Reflection and attunement in the cultivation of wellbeing. New York: Norton.
  • Siegel, D. J. & Solomon, M. (2003). Healing trauma: Attachment, mind, body, and brain. New York: Norton.
  • Siegel, D.J. (2010). The mindful therapist: A clinician’s guide to mindsight and neural integration. New York: Norton.
  • Slavin, M. O., & Kriegman, D. H. (1992). The adaptive design of the human psyche: Psychoanalysis, evolutionary biology, and the therapeutic process. New York: Guilford Press.
  • Sloman, L., & Gilbert, P. (Eds.). (2000). Subordination and defeat: An evolutionary approach to mood disorders and their therapy. New York: Lawrence Erlbaum.
  • Solomon, M. & Siegel, D. J. (2017). How People Change: Relationships and Neuroplasticity in Psychotherapy. New York: Norton.
  • Stevens, A., & Price, J. (2000). Evolutionary psychiatry: A new beginning (2nd ed.). New York:  Routledge/Taylor & Francis Group.
  • Strelau, J. (1998). Perspectives on individual differences.Temperament: A psychological perspective. Plenum Press.
  • Tronick, E. (2007). The neurobehavioral and social-emotional development of infants and children. W W Norton & Co.
  • van der Kolk, B. A. (2014). The body keeps the score: Brain, mind, and body in the healing of trauma. New York: Viking.
  • von Bertalanffy, L. (1968). General System Theory: Foundations, Development, Applications. New York: George Braziller
  • von Foerster, H. (2003). Understanding Understanding. Essays on Cybernetics and Cognition. Springer
  • von Glasersfeld, E., (2001) The radical constructivist view of science. In: A. Riegler (Ed.), Foundations of Science, special issue on “The Impact of Radical Constructivism on Science”, 6, 1–3: 31–43.
  • von Glasersfeld E. (2005). Thirty years constructivism. Constructivist Foundations 1(1): 9–12.
  • Wallin, D. J. (2007). Attachment in Psychotherapy. New York: Guilford Press.
  • Watson, D. (2000). Emotions and social behavior.Mood and temperament. Guilford Press.Weinstein, A. D. (2016). Prenatal development and parents’ lived experiences: How early events shape our psychophysiology and relationships. W W Norton & Co.
  • Wiener, N. (2019). Cybernetics or Control and Communication in the Animal and the Machine, Reissue Of The 1961 Second Edition. MIT Press.
  • Zentner, M. & Shiner, R. L. (Eds.). (2012). Handbook of temperament. The Guilford Press.
  • Family Process, Volume 41, Issue 3, 2002. Ένα αφιέρωμα στη σύνδεση της συστημικής προσέγγισης με τη θεωρία του συναισθηματικού δεσμού. (Wiley Publ.) 
  • International Journal of Group Psychotherapy, Volume 60, Number 4, 2010. Ένα αφιέρωμα στη σύνδεση μεταξύ νευροβιολογίας και διαπροσωπικών συστημάτων: ομάδες, ζευγάρια. (Guilford Press)